μηδάμ'

μηδάμ'
μηδαμά , μηδαμός
not even one
neut nom/voc/acc pl
μηδαμά̱ , μηδαμός
not even one
fem nom/voc/acc dual
μηδαμά̱ , μηδαμός
not even one
fem nom/voc sg (doric aeolic)
μηδαμέ , μηδαμός
not even one
masc voc sg
μηδαμαί , μηδαμός
not even one
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • ομού — (ΑΜ ὁμοῡ, Α αιολ. τ. ὔμοι) επίρρ. 1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμα («ἦσαν ὁμοῡ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ) 2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῡ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.) αρχ. 1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ… …   Dictionary of Greek

  • ουδαμινός — οὐδαμινός, ή, όν και, κατά τον Ηρωδιαν., οὐδάμινος, η, ον (Α) ανάξιος λόγου, τιποτένιος, ευτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμοῦ + κατάλ. ινός (πρβλ. μηδαμ ινός)] …   Dictionary of Greek

  • ουδαμοί — οὐδαμοῑ (Α) επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. μηδαμ οί)] …   Dictionary of Greek

  • ουδαμού — (Α οὐδαμοῡ) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῡ γῆς», Ηρόδ.) αρχ. 1. κατ ουδένα τρόπο, ουδαμώς 2. φρ. α) «οὐδαμοῡ λέγω τινά» θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό β) «οὐδαμοῡ νομίζω» δεν παραδέχομαι καθόλου γ) «οὐδαμοῡ εἰμι» ή «οὐδαμοῡ φαίνομαι» δεν… …   Dictionary of Greek

  • παγγενεί — και παγγενῆ (Α) επίρρ. με όλο το γένος ή με όλα τα γένη («ἐκριζωθήσεται παγγενεῑ», Επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγγενής + επιρρμ. κατάλ. εῖ (πρβλ. μηδαμ εί)] …   Dictionary of Greek

  • παμμελεί — (Α) επίρρ. με κάθε μελωδία, μελωδικότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παμμελής + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. μηδαμ εί)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”