-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
ομού — (ΑΜ ὁμοῡ, Α αιολ. τ. ὔμοι) επίρρ. 1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμα («ἦσαν ὁμοῡ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ) 2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῡ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.) αρχ. 1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ… … Dictionary of Greek
ουδαμινός — οὐδαμινός, ή, όν και, κατά τον Ηρωδιαν., οὐδάμινος, η, ον (Α) ανάξιος λόγου, τιποτένιος, ευτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμοῦ + κατάλ. ινός (πρβλ. μηδαμ ινός)] … Dictionary of Greek
ουδαμοί — οὐδαμοῑ (Α) επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. μηδαμ οί)] … Dictionary of Greek
ουδαμού — (Α οὐδαμοῡ) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῡ γῆς», Ηρόδ.) αρχ. 1. κατ ουδένα τρόπο, ουδαμώς 2. φρ. α) «οὐδαμοῡ λέγω τινά» θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό β) «οὐδαμοῡ νομίζω» δεν παραδέχομαι καθόλου γ) «οὐδαμοῡ εἰμι» ή «οὐδαμοῡ φαίνομαι» δεν… … Dictionary of Greek
παγγενεί — και παγγενῆ (Α) επίρρ. με όλο το γένος ή με όλα τα γένη («ἐκριζωθήσεται παγγενεῑ», Επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγγενής + επιρρμ. κατάλ. εῖ (πρβλ. μηδαμ εί)] … Dictionary of Greek
παμμελεί — (Α) επίρρ. με κάθε μελωδία, μελωδικότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παμμελής + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. μηδαμ εί)] … Dictionary of Greek